πυριμιδίνη

πυριμιδίνη
η, Ν
(βιοχ.-φαρμ.) οργανική ένωση τής ετεροκυκλικής σειράς, κοινή ονομασία τής μεταδιαζίνης, που χαρακτηρίζεται από δακτύλιο με 4 άτομα άνθρακα και 2 αζώτου σε εναλλακτικές θέσεις, δακτύλιο ο οποίος απαντά στη βιταμίνη B1, σε αρκετά φάρμακα και στα νουκλεϊκά οξέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. pyrimidine, άλλος τ. του pyridine (βλ. πυριδίνη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μεταλλαγή ή μετάλλαξη — Απότομη κληρονομήσιμη αλλαγή του γενετικού υλικού, η οποία μπορεί να συνοδεύεται από αλλαγές στον φαινότυπο ενός οργανισμού. Η μ. μπορεί να είναι τριών τύπων: γονιδιωματική ή μ. πλοειδίας, χρωμοσωμική και γονιδιακή ή σημειακή. Η πρώτη συνίσταται… …   Dictionary of Greek

  • ετεροκυκλικές ενώσεις — Ακόρεστες οργανικές ενώσεις με δομή πενταμελούς ή εξαμελούς δακτυλίου. Το χαρακτηριστικό αυτό των ενώσεων, από το οποίο και προκύπτει η ονομασία τους, είναι η παρουσία μέσα στον δακτύλιο ενός ή περισσότερων ατόμων διαφορετικών από τον άνθρακα που …   Dictionary of Greek

  • νουκλεοπρωτεΐνες — Οργανικές ενώσεις όξινης αντίδρασης, που σχηματίζονται από την ένωση μιας απλής πρωτεΐνης με μια προσθετική ομάδα, το νουκλεϊνικό οξύ. Ανήκουν συνεπώς στην ομάδα των συνεζευγμένων πρωτεϊνών και ονομάστηκαν ν. επειδή απομονώθηκαν, για πρώτη φορά,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”